- συσσειω
- συσσείωσυσ-σείωсотрясать
συσσείεσθαι κάτω Arst. — стряхиваться вниз
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συσσείεσθαι κάτω Arst. — стряхиваться вниз
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συσσείω — ΜA σείω μαζί («τὰ τείχη συνέσειον», Πολύαιν.) μσν. ενοχλώ, ταράζω αρχ. 1. κάνω κάποιον να τρέμει 2. μτφ. (για μέθη) συγκλονίζω, συνταράζω 3. περιστρέφω, στριφογυρίζω … Dictionary of Greek
συσσεισμός — ὁ, ΜΑ [συσσείω] κίνηση ή ταραχή τής γης ή τού αέρα, σεισμός ή καταιγίδα μσν. μτφ. ταραχή τού νου, ανησυχία τού πνεύματος … Dictionary of Greek
σύσσεισις — είσεως, ἡ, Α [συσσείω] συντάραξη … Dictionary of Greek
ՇԱՐԺԵՄ — (եցի.) NBH 2 0472 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 7c, 14c ն. κινέω moveo σείω, συσσείω, σαλεύω, ομαι commoveo, concutio, impello, or. (լծ. հյ. սարսել. եբր. շարէշ, թ. սարսմագ ... յն. սալէ՛ւօ եւ այլն.) Տալ զշարժ՝ այլում կամ ինքեան… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)